- μεταφράσῃς
- μεταφράζωparaphraseaor subj act 2nd sgμεταφράζωparaphraseaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πεσσιτώ — Συριακή μετάφραση της Αγίας Γραφής, έργο του 10ου αι. Η λέξη σημαίνει πιστή, σαφής και απλή. Η «Π.», στο σύνολό της, υπολείπεται της μετάφρασης των O΄. Στη μετάφραση δεν υπάρχουν οι επιστολές Πέτρου (B’), Ιωάννη (B΄ και Γ΄) και Ιούδα, καθώς και η … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
Ευαγγελικά — Ονομάστηκε έτσι η σειρά των βίαιων αντιδράσεων μιας μερίδας του Τύπου και των φοιτητών, όταν δημοσιεύτηκε μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη δημοτική. Οι αντιδράσεις αυτές κορυφώθηκαν με τα αιματηρά γεγονότα στις 8 Νοεμβρίου 1901 οδηγώντας τη χώρα … Dictionary of Greek
Ιόνιο Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Ιδρύθηκε το 1984 με το προεδρικό διάταγμα 83/1984 (μαζί με τα Πανεπιστήμια Αιγαίου και Θεσσαλίας). Εποπτεύεται από το κράτος (η… … Dictionary of Greek
Λούκαρης, Κύριλλος — (Χάνδακας [σημερινό Ηράκλειο Κρήτης] 1572 – Κωνσταντινούπολη 1638). Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1601 20) και Κωνσταντινουπόλεως (πέντε φορές συνολικά, 1620 23, 1623 33, 1633 34, 1634 35, 1637 38). Ξεκίνησε τις σπουδές του στο σχολείο του σιναϊτικού… … Dictionary of Greek
Universidad Jónica — Coordenadas: 39°37′14.25″N 19°54′56.28″E / 39.620625, 19.9156333 … Wikipedia Español
βουλγάτα — (Vulgatus). Η επίσημη λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής από τον άγιο Ιερώνυμο. Από τον 2o αι. μ.Χ. οι Δυτικοί χρησιμοποιούσαν πολλές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής. Επειδή όμως στα πολλά αντίγραφα έγιναν λάθη και οι αντιγραφείς απομακρύνθηκαν από … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… … Dictionary of Greek